- αχόρταγο
- doymayan, doymaz, açgözlü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
χαβούζα — η, Ν 1. στέρνα, δεξαμενή νερού 2. δεξαμενή λαδιού σε ελαιοτριβείο 3. δεξαμενή για τη συγκέντρωση περιττωμάτων και άλλων λυμάτων, βόθρος 4. μτφ. α) ηθική ρυπαρότητα, βρομιά («το στόμα του είναι χαβούζα») β) άτομο αχόρταγο, άπληστο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek